- υπόσπληνος
- -ον, Ααυτός που πάσχει από νόσο τής σπλήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -σπληνος (< σπλήν, -ηνός), πρβλ. ἐπί-σπληνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόσπληνος — suffering in the spleen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπλήνοις — ὑπόσπληνος suffering in the spleen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπλήνῳ — ὑπόσπληνος suffering in the spleen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπληνοι — ὑπόσπληνος suffering in the spleen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσπληνίζομαι — Α [ὑπόσπληνος] 1. επιθέτω έμπλαστρο ή επίδεσμο στα τραύματά μου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεσπληνιασμένον ὑποπιασμένον ἢ πεποικιλμένον» … Dictionary of Greek